Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Από το πρακτορείο του Αυστριακού «Λόυντ», στη λέσχη των… «Austrian boys»




- τα γεγονότα που διαμόρφωσαν  το «μύθο» των «αυστριακών» - γιατί ο  Βόλος του 1900*  μπορεί να γίνει το παράδειγμα για το Βόλο και την Ελλάδα του 2012


Θεσσαλονίκη κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του’80.

Με το Γιώργαρο κατεβαίνουμε μεσημέρι την πλατεία Ναβαρίνου. Ο ήλιος σκαρφαλωμένος πάνω από τα κεφάλια μας, μας βαράει ανελέητα και ’μείς νυσταλέα σέρνουμε τα πόδια μας. Στην πλατεία ο κόσμος κινείται βιαστικά, σα να θέλει να γλιτώσει από το ζεστό καλοκαιρινό πέπλο, ενώ τα πολυάριθμα «ταχυφαγεία», που βρίσκονται κατά μήκος της, σαν άλλες σειρήνες, ξεμυαλίζουν πιστούς του είδους και μη, σε ένα διάλειμμα γαστριμαργικής απόλαυσης. Αδύναμοι να αντισταθούμε σε μια τέτοια πρόκληση φανήκαμε και ‘μείς, συλλαμβάνοντας τον εαυτό μας να κινείται, αυθόρμητα, προς το κοντινότερο. Το «γεια χαρά» και η παραγγελία των εδεσμάτων προς τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, έφερε την κουβέντα και η κουβέντα, τις συστάσεις και τη συζήτηση.
Ο Τάσος, ο ιδιοκτήτης, λαϊκός τύπος γαρ, φαινόταν ότι κατείχε τη ρητορικήν. Εύγλωττος από τη φύση του συγκινούσε τα πλήθη. Έχοντας τη λαϊκή μόρφωση ήξερε να συζητά και να καθηλώνει τους συνομιλητές του, που να μην το ξεχνάμε ήταν και πελάτες του. Καθώς καταλαβαίνετε και ράθυμος να είσαι, είναι αδύνατο να αδιαφορήσεις στις, «κατά συρροήν», προφορικές οχλήσεις, ειδικά όταν έχεις κάνει το λάθος ν’ αναφέρεις ότι είσαι από το Βόλο. Θέλοντας πάντα να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής, γρήγορα εντόπισε το θέμα της συζήτησης.
Ο Βόλος και οι βολιώτες, η ιστορία του και το λιμάνι, όπως και αντίστοιχα στοιχεία για τη Θεσσαλονίκη ήταν το πεδίο της δράσης του. Αυτός έδινε το ρυθμό και μείς απλά …τον ακολουθούσαμε. Και τον ακολουθούσαμε σε έναν άγνωστο κόσμο δυστυχώς για μας, όπως είναι η ιστορία της πόλης μας. Με έκπληξη τον ακούσαμε να μας μιλά, για το Βόλο, προ του 1881, δηλαδή για την περίοδο προ της απελευθερώσεως από τους τούρκους.

Με λόγο γλαφυρό αναφέρθηκε στη δημιουργία της νέας πόλης, την εμπορική κίνηση στα πρώτα βήματα του λιμανιού, και τη ζωή των βολιωτών, ενώ παράλληλα με αριστουργηματικό τρόπο τοποθετούσε στην κουβέντα γεγονότα για τη Θεσσαλονίκη της αντίστοιχης χρονικά περιόδου. Με τις συνεχείς «ατάκες» διατηρούσε στη διήγηση του, λόγο εύθυμο και ανάλαφρο. Οι δε, πληροφορίες για τους πρώτους κατοίκους του Βόλου, τις συνήθειες, τις νοοτροπίες, ακόμη και για τις εμπορικές σχέσεις τους, ήταν ανεξάντλητες σε σημείο, να αισθανόμαστε άβολα. Ο διάλογος πλέον είχε εξελιχθεί σε μονόλογο. Ο Τάσος είχε περιέλθει σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας και φαινόταν να έχει τη διάθεση να μιλά για πολύ. Τα εδέσματα όμως, είχαν προ πολλού εξαφανισθεί και η στιγμή της φυγής είχε φθάσει.

-«Πρέπει να φύγουμε», είπε ο Γιώργος, ενώ ανασηκώνονταν από την καρέκλα του. Σ’ αυτό συμφώνησα και ‘γώ, διακόπτοντας, κατά κάποιο τρόπο απότομα, τη διήγηση του Τάσου. Αυτός παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά και ολοκλήρωσε την πρόταση του, δείχνοντας όμως απογοήτευση για το απρόσμενο τέλος της συζήτησης. Τον χαιρετήσαμε και προχωρήσαμε για την έξοδο. Είχαμε ήδη βγει στην πλατεία, όταν ο Τάσος από το πλατύσκαλο του μαγαζιού, θέλοντας να σφραγίσει τα όσα, για τις δυο πόλεις, είχαν ειπωθεί,  φώναξε προς το μέρος μας, έχοντας πάντα ένα πονηρό μειδίαμα στα χείλη του:
- «Εεε… παιδιά!!! Και να μη ξεχνάτε ότι  εσείς οι βολιώτες  είσθε… και  αριστοκράτες… και αυστριακοί…!!!, ενώ η Θεσσαλονίκη μας είναι φτωχομάνα!!!
Του γνέψαμε και κατηφορίσαμε προς το Λευκό Πύργο νοιώθοντας να κουβαλάμε, σαν καρικατούρες κινουμένων σχεδίων, ένα μεγάλο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μας! Και αριστοκράτες;  και αυστριακοί; τι να εννοούσε άραγε; 

Πριν ακόμη να έχουν λυθεί οι απορίες και να έχουν απαντηθεί οι ερωτήσεις μας, βρεθήκαμε το καλοκαίρι του ’88, με αφορμή την επάνοδο του Ολυμπιακό μας στην Α΄ Εθνική, να τραβούμε γραμμές και να σχεδιάζουμε πάνω σε ένα κομμάτι ύφασμα. Ένα κομμάτι ύφασμα που προορίζονταν για τη δημιουργία μιας σημαίας. Κύρια ιδέα της σημαίας αποτελούσε αυτή, της Αυστρίας, που τα χρώματα της (για δες σύμπτωση!!!) χαρακτηρίζουν την ομάδα μας. Στο λευκό μέρος της σημαίας περήφανος ο αυστριακός θυρεός να συνοδεύεται από τη φράση:«Die österreicher», που σημαίνει «οι Αυστριακοί». Εκείνο το καλοκαίρι, ήταν για όλους ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Άπαντες, πόλη, σύλλογος, οπαδοί γιόρταζαν και όλοι μας συμμετείχαμε με τον τρόπο μας σ’ αυτή τη γιορτή. 

Το παραπάνω γεγονός, αποτέλεσε το έναυσμα για διερεύνηση της τοπικής μας ιστορίας, σχετικά με την ύπαρξη του σκωπτικού παρώνυμου των βολιωτών. Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα τα οποία, συντέλεσαν ώστε ο Βόλος να καλείται, από πολλούς, περιπαιχτικά Αυστρία και οι κάτοικοι του αυστριακοί; Γιατί για τους βολιώτες, ένα τέτοιο γεγονός, δεν αποτελεί προσβολή; Γιατί η μεγαλύτερη και η σημαντικότερη λέσχη φίλων της ομάδος του Ολυμπιακού Βόλου τα τελευταία 20 χρόνια καλείται «Austrian Boys» και έχει ως έμβλημα έναν από τους θυρεούς της Αυστρίας; Γιατί τα μέλη της λέσχης προσδιορίζονται με αυτό το σκωπτικό παρώνυμο και είναι απολύτως αποδεκτό από όλους, δίχως καμία αποστροφή; Πολλές θεωρίες από φίλους και μη, έχουν αναπτυχθεί για τους λόγους που συμβαίνει αυτό.

Θα ήταν, λοιπόν, απαραίτητο να γνωρίσουμε τις πιθανές αιτίες, αλλά και τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα, ώστε μια πόλη, μια ολόκληρη περιοχή, να χαρακτηρίζεται με το όνομα μιας χώρας, όμορφης, όπως η Αυστρία. Βασική πηγή πληροφόρησης για το θέμα, αλλά και για τις επικρατούσες συνθήκες της εποχής αποτελούν τα ιστορικά πονήματα, των Δ.Κ. Τσοποτού και Γιάνη Κορδάτου, με τίτλο «Ιστορία του Βόλου» (εκδ. Καλλιτεχνικός Οργανισμός Δήμου Βόλου-1991) και «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς»( εκδόσεις «20 ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ»-1960) αντίστοιχα. 


Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του θέματος που ερευνούμε δίνει ο ζαγοριανός ιστορικός Γ. Κορδάτος στο κεφάλαιο, του πολυσέλιδου τόμου του, «η παλιά και η νέα πόλη του Βόλου»(σελ. 824) και συγκεκριμένα στην παράγραφο «Τα αυστριακά βαπόρια και οι εισαγωγές από την Τεργέστη.»( σελ.852). Στην ειδική αναφορά για το θέμα αναφέρει ότι ο γάλλος πρόξενος της «Σαλονίκης» Guys σε μια έκθεση του γράφει ότι τα πρώτα βαπόρια που προσέγγισαν το Βόλο ήταν τα αυστριακά και έπειτα τα γαλλικά. Επίσης ο ζαγοριανός ιστορικός αναφέρει ότι το 1852 ιδρύθηκε στο Βόλο το πρακτορείο του αυστριακού «Λόυντ» με αποτέλεσμα τα αυστριακά βαπόρια  να είναι μόνιμοι επισκέπτες  στο λιμάνι του Βόλου και το αυστριακό εμπόριο να ριζώσει στην πόλη. Σ’ αυτό το γεγονός, δηλαδή της ίδρυσης του αυστριακού πρακτορείου «Λόυντ» συμφωνεί  και ο Δ. Κ. Τσοποτός που άλλωστε είναι προγενέστερος του Γ. Κορδάτου. Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Διακοπή περαιτέρω ἀνεγέρσεως οἰκοδομῶν»(σελ.250) γράφει: «Χαρακτηριστική διά τήν ἐν πρόοδῳ   εὑρισκομένην ἐμπορικήν σημασίαν τοῦ Βόλου εἶναι ἡ ἳδρυσις αυτόθι τῶ 1852 Πρακτορείου αὐστριακῶν ἀτμοπλοίων τοῦ Λόϋδ, ανατεθέντος εἰς τόν τότε πρόξενον τῆς Αὐστροουγγαρίας Μιλόσκην.» (σελ.256). Κατά τον Γ. Κορδάτο η ίδρυση του αυστριακού πρακτορείου και η συνεχής  μεταφορά προϊόντων των αυστριακών βαποριών από την Τεργέστη για ορισμένα χρόνια (και μετά το 1881, δηλαδή τη χρονιά απελευθέρωσης  του Βόλου από τους  τούρκους) είχε ως συνέπεια οι βολιώτες έμποροι να αποκαλούνται, κοροϊδευτικά, από τους εξαγωγείς της «Σαλονίκης» και της ελεύθερης Ελλάδας, α υ σ τ ρ ι α κ ο ί . 
Στη συνέχεια και με την πάροδο του χρόνου, επικράτησε όλοι οι βολιώτες να αποκαλούνται, από τους παλαιοελλαδίτες, με το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό.


Ένα άλλο γεγονός που πιθανόν να έχει παίξει ρόλο στο θέμα που ερευνούμε είναι ότι στον, υπό τουρκικό ζυγό, Βόλο, η ελεύθερη Ελλάδα ίδρυσε προξενείο το 1854, δηλαδή δύο χρόνια αργότερα από την ίδρυση του πρακτορείου των αυστριακών ατμόπλοιων «Λόυντ». Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε γιατί η ελεύθερη Ελλάδα αργοπόρησε να ιδρύσει κάποια αρχή, σε ένα μέρος ελληνικό, όπως ο Βόλος. Αυτό που κατανοούμε από τις επικρατούσες συνθήκες της εποχής είναι ότι οι αυστριακοί αντιλαμβανόμενοι τη μελλοντική προοπτική που θα είχε η τότε σκάλα του Βόλου έσπευσαν να αξιοποιήσουν τη διαφαινόμενη δυναμική της.
 Tο γεγονός αυτό, δηλαδή η παρουσία των αυστριακών, έστω και για εμπορικούς λόγους, νωρίτερα του επίσημου ελληνικού κράτους, είναι ακόμη μια πιθανή αιτία της επικράτησης του σκωπτικού παρώνυμου των βολιωτών. Ο Τσοποτός, για την πρώτη παρουσία του επίσημου ελληνικού κράτους στο Βόλο γράφει: «Και ἡ  ἀπό τῶν πρώτων ἐτῶν τῆς ἰδρύσεως μνημονευομένηπό  τοὑ Λεονάρδου προσέλευσις ἐμπόρων ἐκ τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ἐξηκουλούθησεν, ὡς δυνάμεθα να εἰκάσωμεν, ἐκ τῆς ἐν  ἔτη 1854 ἰδρύσεως Ἑλληνικοῦ ἐν  Βόλῳ Ὑποπροξενείου.»(σελ.256).

Επίσης κάποιες σχετικές αναφορές για το θέμα βρίσκουμε και στο βιβλίο του Ν. Στουρνάρα με τίτλο «Πήλιο, Βόλος-ιστορία, λαογραφία, τουρισμός» (εκδ. 1984). Συγκεκριμένα γράφει: «Η γρήγορη ανάπτυξη του λιμανιού, η δρομολόγηση πλοίων-ξένων κατά το πλείστον- η εγκατάσταση αλλοδαπών στη νέα πόλη και οι συνεχείς αφίξεις ξένων σκαφών- κυρίως του Αυστριακού «Λόυντ»,  θα αναγκάσουν τους κατοίκους  -ίσως από ξενομανία– να αντικαταστήσουν το «φέσι», που φορούσαν με σύγχρονο καπέλο. Πιθανώς γι’ αυτό το λόγο, πήραν και το όνομα να λέγονται οι Βολιώτες  «Αυστριακοί».» Η παραπάνω εκδοχή ίσως να θεωρείται εν μέρει αυθαίρετη, αλλά αν λάβουμε υπ’ όψη τις υπάρχουσες συνθήκες της εποχής τότε πιθανόν να έχει βάση. Κατά την περίοδο εκείνη, ο Τσοποτός γράφει, ότι ο ιστορικός μελετητής Ι. Λεονάρδος από τα Αμπελάκια αναφέρει για τους βολιώτες τα εξής: «εἰς τά ὀλίγα καλά κτίρια ταῦτα εὑρίσκονται και καφφενεῖα μέ δωμάτια διά μπιλιάρδα, ὃπου οἱ Ἓλληνες κατά μίμησιν τῶν Εὐρωπαίων συναθροιζόμενοι συνδιαλέγονται περί τοῦ διαφόρων ἐμπορικῶν ὑποθέσεων…»(σελ. 237). Δηλαδή από την παραπάνω αναφορά συμπεραίνουμε ότι πράγματι οι βολιώτες επηρεαζόμενοι από τις συνήθειες των ευρωπαίων επισκεπτών συμπεριφέρονταν ανάλογα. Συνεπώς τα αναφερόμενα από το Ν. Στουρνάρα είναι δυνατόν να προσεγγίζουν την αλήθεια , αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι από τους πρώτους ευρωπαίους που οι βολιώτες συναναστράφηκαν ήταν οι αυστριακοί.

Σπάνια φωτογραφία του 1894 αναρτημένη σε ειδική προθήκη στο δημαρχείο Βόλου.
Ο Βόλος στα πρώτα του βήματα, μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
Υπό από αυτές τις ιστορικές συνθήκες, γεννήθηκε η υπόθεση της σχέσης του Βόλου με την Αυστρία. Ιστορικά είναι αδύνατο να εντοπίσουμε επακριβώς ποιος ή ποιοι από τους παραπάνω λόγους οδήγησαν στο να αποκαλούμαστε «αυστριακοί», είναι όμως σχεδόν βέβαιο, ότι το αίτιο βρίσκεται μέσα σ΄ αυτά τα γεγονότα. Είναι μια ιστορία που δεν έχει φυλετικές, πολιτικές ή άλλες προεκτάσεις. Είναι μια πτυχή της ιστορίας μας, που η ρίζα της εντοπίζεται στο 2ομισό του19ου αιώνα, δηλαδή από το 1850 μέχρι και λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης (1881). Η ραγδαία ανάπτυξη που είχε το λιμάνι του Βόλου, λόγω και της παρουσίας του αυστριακού πρακτορείου «Λόυντ», το μερίδιο της κίνησης που έκλεβε προοδευτικά από τα αλλά λιμάνια, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, έφερε φθόνο, με συνέπεια την «εφεύρεση» του σκωπτικού παρώνυμου. Ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός, που όμως ομολογούσε το φόβο ότι ένα λιμάνι, έρχονταν με δυναμική να διεκδικήσει ρόλο στον εμπορικό και μεταφορικό τομέα της τότε εποχής. Ένα χαρακτηρισμό, που οι βολιώτες γνωρίζοντας τους βαθύτερους λόγους, τον μετέτρεψαν μέσα στο χρόνο σε «σημαία» της πόλης.

Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια για τη νέα πόλη του Βόλου. Ο ατμός που έδωσε νέα ώθηση στη ναυτιλία, ο αστισμός του Πηλίου που αναγεννιούνταν και έφερνε νέα δυναμική στο εμπόριο και η ανάγκη διακίνησης των προϊόντων, από και προς το Πήλιο, αλλά και τις άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, οδήγησε στην ανάπτυξη της πόλης έξω από το Κάστρο του Βόλου, όπως λέγονταν τότε, δηλαδή τη σημερινή συνοικία των Παλαιών. Η πόλη άρχισε να μεγαλώνει για να εξυπηρετήσει αυτές τις ανάγκες. Και από την πρώτη στιγμή έφερε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις του εμπορίου, μεταξύ των οποίων και αυτή της Αυστρίας, στην πόρτα της, δίνοντας διαφορετικό «αέρα» στην πόλη και τους κατοίκους της.

Η πόλη γεννήθηκε με το βλέμμα στραμμένο προς την οικουμένη. Και αυτό οφείλεται στο λιμάνι που προσέφερε την εξωστρέφεια στην πόλη. Έτσι, μέχρι την απελευθέρωση του Βόλου, πέρα από το Αυστριακό και το Ελληνικό προξενείο, είχαν ιδρυθεί, το Αγγλικό (1856), το Γαλλικό (1870) και το Ιταλικό (1870).Τα χρόνια αυτά αποτέλεσαν τη βάση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ανάπτυξε μεταγενέστερα (από το 1881 και μετά) η κοινωνία του Βόλου. Ο Γ. Κορδάτος γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 948):«Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έκανε άλματα στο Βόλο κυρίως μετά το 1900». Ο Γ. Κορδάτος έχει δίκιο. Η πόλη από πολύ νωρίς έκανε άλματα, όχι μόνο στο πολιτισμό, αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της κοινωνίας.
Το λιμάνι είχε το ρόλο του σ’ αυτό. Διότι εκτός από τα προϊόντα που πηγαινοέρχονταν, έφθαναν και οι νέες ιδέες που κυριαρχούσαν στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών χωρών. Συνέπεια ήταν, η πόλη να γίνεται κοινωνός σε ότι καινούργιο έρχονταν από την Ευρώπη. Η κοινωνία του Βόλου εκείνη την εποχή δεν ήταν στάσιμη, αλλά ήταν μια κοινωνία σε οργασμό, με ζυμώσεις, διαμάχες και αντιπαλότητες. Η ανάπτυξη και πάλη των τάξεων, αστικής και εργατικής, οι επαναστατικές ιδέες της τότε εποχής, όπως ο σοσιαλισμός (1905-1908), ο συνδικαλισμός (1905-1908), ο αθεϊσμός (1905-1908) και ο αναρχισμός (από το1885 ως το 1908) και γεγονότα, όπως η ίδρυση του 1ου Εργατικού Κέντρου στην Ελλάδα (1908) και του «Ανώτερου Παρθεναγωγείου» με τις νεωτεριστικές αντιλήψεις (βλέπε δημοτικισμό) του Αλ. Δελμούζου, ήταν μερικά από τα ζητήματα που έφεραν την κοινωνία σε αντιπαράθεση και σύγκρουση.
  

Εκείνη η εποχή δε διαφέρει κατά πολύ από τη σημερινή. Τότε τα λαϊκά εργατικά στρώματα, που βίωναν συμφορές και δυστυχίες, διεκδικούσαν τα αυτονόητα ανθρώπινα δίκαια του καθημερινού τους εργασιακού βίου. Σήμερα ο ελληνικός λαός αγωνιά και πασχίζει να περισώσει τα δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Και είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι τα συγκεκριμένα δικαιώματα χτίστηκαν πάνω στους αγώνες, το κυνηγητό και τους διωγμούς των καπνεργατών του Βόλου του 1900. Από την άλλη πλευρά, η απάντηση της πολιτικοοικονομικής εξουσίας, τότε και σήμερα, σημειώνεται με την ίδια τακτική και νοοτροπία. Δηλαδή με τις αυθαιρεσίες, τις παρανομίες, τον περιορισμό της δημοκρατίας και οτιδήποτε άλλο απαιτείται για τη διατήρηση του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, που έχει «κοπεί και ραφτεί» στα μέτρα της. Όταν δε, τα μέλη αυτής της εξουσίας νοιώθουν ότι απειλούνται τα δικά τους κεκτημένα, η αντιλαϊκή τους πρακτική εντείνεται.

            Με την αναφορά που κάναμε στις δύο παραπάνω παραγράφους θέλουμε να καταδείξουμε ότι η σημερινή εποχή με την τότε έχει, παρόμοια χαρακτηριστικά. Το διαχρονικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε για τους πολιτικούς, χωρίς να υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις είναι ότι η πρακτική τους, η λογική τους, και η σκέψη τους έχει, σχεδόν πάντα, τον ίδιο στόχο, δηλαδή την πολιτική επιβίωση. Συνεπώς στο λόγο τους η λέξη «παραίτηση» ή η φράση «για λόγους ευθιξίας παραιτούμαι» δεν υπάρχει. Οι υποθέσεις της ληστρικής, με  εξακολουθητικό τρόπο, επιδρομής στην οικονομία και τα κοινωνικά δικαιώματα του ελληνικού λαού και επιπλέον σε ότι αφορά εμάς τους βολιώτες, της άρσης της τέλεσης των Μεσογειακών Αγώνων, καθώς και της παύσης της ποδοσφαιρικής δράσης του Ολυμπιακού είναι απτά παραδείγματα της νοοτροπίας και συμπεριφοράς των πολιτικών. 


Χωρίς να παραβλέπουμε το πρώτο ζήτημα που αφορά την ίδια την πατρίδα μας, αλλά και τη ζωή μας, οι υποθέσεις των Μεσογειακών Αγώνων και του Ολυμπιακού θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα κρατικής αυθαιρεσίας. Είναι αποφάσεις που πάρθηκαν με αυθαίρετο, αλλά και με ιδιαιτέρως ψυχρό και κυνικό τρόπο, αφού ο ίδιος κρατικός φορέας (βλέπε Υπουργείο Πολιτισμού), σε σύντομο χρονικό διάστημα (7 μήνες) αποφάσισε και έφερε εις πέρας δυο περιπτώσεις που αφορούσαν μια περιοχή.

            Δυστυχώς  το φαινόμενο «Γερουλάνος» δεν εντοπίζεται μόνο στην ομώνυμη προσωπικότητα, αλλά αγγίζει και τους πολιτικούς του τόπου μας. Δεν είναι απλά ένα τυχαίο φαινόμενο, αλλά είναι ένα σύμπτωμα μιας νοσηρής, αλαζονικής και  εγωκεντρικής κατάστασης. Είναι σύμπτωμα που τα αίτια έχουν ρίζα την απουσία πολιτισμού και παιδείας. Πλέον η ψυχρότητα και η κυνικότητα στις αποφάσεις των πολιτικών θα παρατηρείται συχνότερα και εντονότερα. Οι υποθέσεις των Μεσογειακών Αγώνων και του Ολυμπιακού μας, έχουν ήδη καταστεί ψήγματα αυταρχικότητας σε σχέση με τα κρατούντα του τελευταίου καιρού στην ελληνική κοινωνία. 
Οι  υποθέσεις αυτές, που πλήγωσαν βαρύτατα την πόλη του Βόλου, είναι απλά το «δέντρο», ενώ το «δάσος» είναι το σύνολο της πολιτικής που ήδη ακολουθείται. Είναι, λοιπόν σώφρον, η απαίτηση για εξάλειψη της αδικίας να γίνεται υπό το πρίσμα της γενικής κατάστασης που βιώνει η χώρα. Η απόκτηση πολιτικής σκέψης στη διεκδίκηση της αποκατάστασης της αδικίας από τον κόσμο του Ολυμπιακού θα μπορούσε να προσδώσει νέα διάσταση στον αγώνα, αλλά και στην έννοια και την «ιδέα» της ομάδας μας. Ουκ ολίγοι σύλλογοι σε όλο τον κόσμο, με αφορμή το διωγμό και την κρατική αυθαιρεσία, διαμόρφωσαν διαφορετική «εικόνα» μέσα από τους αγώνες των οπαδών των συλλόγων αυτών. Ο αγώνας και η διεκδίκηση, του κόσμου του Ολυμπιακού, θα αρχίσει να παίρνει πολιτικά χαρακτηριστικά μόνο όταν θα αρχίσει να εστιάζεται, όχι στο «δένδρο», αλλά στο «δάσος». Μόνο η μετεξέλιξη των χαρακτηριστικών της διεκδίκησης ή αλλιώς η αλλαγή της μορφής του αγώνα του κόσμου, θα μεταβάλλει  την οντότητα και τη διάσταση  του συλλόγου μας.

            Ένας αγώνας με πολιτική σκέψη είναι ένας αγώνας όχι απλά εναντίον της αδικίας σε βάρος της ομάδος μας, αλλά εναντίον των πολιτικών χαρακτηριστικών και νοοτροπιών που οδήγησαν σ’ αυτή και συνεπώς  εναντίον οποιασδήποτε άλλης απόφασης που λαμβάνεται, με την ίδια αντίληψη, σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας.
Δύο μηνύματα μπορούν να εξαχθούν από τα παραπάνω. Το πρώτο ότι η πολιτική απόφαση (-αυθαιρεσία-) σε βάρος της ομάδος μας, απαντάται μόνο με πολιτική γνώση. Και το δεύτερο ότι, η συσπείρωση και η αγωνιστικότητα του κόσμου της ομάδος πρέπει να διατηρηθεί ασχέτως της αποκατάστασης ή όχι. 

Συνεπώς η πολιτική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά και η μνήμη είναι ο οδηγός για αποτροπή οποιασδήποτε μελλοντικής άδικης απόφασης είτε στρέφεται εναντίον της ομάδος μας είτε οποιουδήποτε άλλου.
Ο Βόλος αποτέλεσε μέσα από τις θυσίες και τους κοινωνικούς αγώνες το προπύργιο στα 1900 εναντίον της δυστυχίας, της μιζέριας και της δουλείας. Ήταν η απαρχή του εργατικού διαφωτισμού, όχι μόνο για την τοπική κοινωνία, αλλά για όλη τη χώρα. Είναι μια πόλη που φέρει βαριά την ιστορία της. Μια ιστορία που από τους σημερινούς ταγούς της πόλης έχει ξεχαστεί ή αποσιωπηθεί. Αυτή η πόλη που, όπως προείπαμε γεννήθηκε με το βλέμμα στραμμένο προς την οικουμένη, δεν ήρθε για να παίξει το ρόλο του κομπάρσου, αλλά του πρωταγωνιστή. Και τις τελευταίες δεκαετίες μόνο αυτό δε βλέπουμε. Ο Βόλος του 1900, λοιπόν, δίνει το παράδειγμα για το Βόλο, αλλά  και την Ελλάδα, του 2012. Και σ΄ αυτό, οι οπαδοί του Ολυμπιακού, το ζωντανότερο κομμάτι της πόλης, έχουν ρόλο και λόγο.


Με αφετηρία και αφορμή την αδικία σε βάρος της ομάδος μας, την πολιτική οπτική των πραγμάτων, την ιστορική γνώση για την πόλη μας, αλλά και τη σκέψη ότι πέρα από φίλοι και οπαδοί μιας μεγάλης ομάδας, είμαστε και πολίτες μιας υπέροχης πόλης οφείλουμε να είμαστε παρόντες και απέναντι στην επίθεση που υφίστανται η κοινωνία. Διότι ένας σύλλογος είναι ζωντανός μόνο όταν είναι μέρος μιας κοινωνίας. Ένας σύλλογος δεν έχει λόγο ύπαρξης, αν τα επιτεύγματα του, δεν επηρεάζουν την κοινωνία και αντιστρόφως, αν αυτός, δεν επηρεάζεται από τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν στην κοινωνία. Στην προκειμένη περίπτωση, Βόλος και Ολυμπιακός, εδώ και 75 χρόνια έχουν αμφίδρομη σχέση επενέργειας. O κόσμος του Ολυμπιακού που αποτελεί το σώμα του συλλόγου και συνάμα είναι πολίτης αυτής της πόλης, οφείλει, σ’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο του μνημονίου και της περίεργης και ομιχλώδους διάθεσης των πολιτικών, να βρεθεί σε θέση ηγέτη των κινητοποιήσεων.

Η δραματική αλλοίωση των συνθηκών της ζωή μας, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια επιλογών. Ο αγώνας που ξεκίνησε το καλοκαίρι για την ομάδα μας, άλλαξε χαρακτηριστικά. Τώρα ζητούμενο δεν είναι μόνο η επιβίωση του Ολυμπιακού μας, αλλά και η επιβίωση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που την οδηγούν δεκαετίες πίσω, σε εποχές άγονες, δύσκολες, διαφορετικές.
Η πολιτικοοικονομική κάστα της χώρας, μοιάζει να έχει βαλθεί να μπερδέψει τις εποχές, να αλλοιώσει το σήμερα. Ίσως και να το καταφέρει. Ίσως να αλλοιώσει το σήμερα. Ίσως και να μπερδέψει τις εποχές. Όμως, το παιχνίδι της ιστορίας, που είναι γνωστό, είναι να κάνει κύκλους. Και είναι τότε, που τόποι ποτισμένοι με ιδανικά, έρχονται ξανά στο προσκήνιο για να δώσουν τον αγώνα, τον καλό.

Ο Βόλος φορτισμένος από τους κοινωνικούς αγώνες των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, έχει το «βεβαρημένο» παρελθόν, αλλά και το πολιτικό υπόβαθρο για καθάριους και υψηλούς στόχους. Μένει να δούμε αν οι πολιτικοί φορείς της πόλης θα σταθούν αντάξιοι της ιστορίας της. Όλη η κοινωνία, που λυγά από τα συνεχή και αβάσταχτα μέτρα, αυτούς περιμένει. Διαφορετικά, ύστατη ελπίδα μας αποτελεί, η ομοψυχία και συσπείρωση του κόσμου, που διαμορφώθηκε από το καλοκαίρι μέχρι και σήμερα, να μετεξελιχθεί σε μια μορφή κοινωνικής δράσης, που θα έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως της αποκατάστασης ή όχι της ομάδας. Μιας κοινωνικής δράσης που θα οδηγήσει το σύλλογο να ριζώσει ολοκληρωτικά στην ευρύτερη περιοχή και ταυτόχρονα να προσδώσει «εικόνα» μαχητική και ασυμβίβαστη, όχι μόνο στην τοπική, αλλά και την ελληνική κοινωνία. Τα «αυστριακά παιδιά» έχουν τη δύναμη υπό προϋποθέσεις πάντα, να δώσουν το «εναρκτήριο λάκτισμα». Άλλωστε το απόφθεγμα «η ζωή μας όλη, είναι ένας Αγώνας, είναι Βόλος, είναι Ολυμπιακός…!!!», που ακολουθούν εδώ και χρόνια, αν και όχι πολιτικό, αυτό μαρτυρά. Τη φιλοσοφία μιας ζωής, για δράση και αγώνα, όχι μόνο για την ομάδας τους, αλλά και για την πατρίδα τους, την περιοχή τους, το Βόλο μας.

Υγ. –Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, στην παλιά γειτονιά του πάρκου του Μεφσούτ. Είναι αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά εκείνης της γειτονιάς, που ο Ολυμπιακός συνιστούσε, όχι απλά συνήθεια, αλλά βίωμα. Αφιερώνεται ιδιαίτερα στη μνήμη ενός μέλους της παρέας εκείνης, του φίλου και Ολυμπιακού, Παναγιώτη Ιωάννου, που δυστυχώς μας άφησε πολύ νωρίς.

- Εννοείται ότι αφιερώνεται στους συνοδοιπόρους ενός θαύματος που έχει συντελεστεί εδώ και 20 χρόνια, ενός θαύματος που ονομάζεται «Austrian Boys Club». Στους ιδρυτές, συνεχιστές και σημερινούς οπαδούς που καθομολόγησαν εκ νέου την πίστη προς την ομάδα. Σ’ αυτούς που έστησαν, οργάνωσαν, δόμησαν και τελικά αναγέννησαν την ερυθρόλευκη κερκίδα.

*η αναφορά μας «στο Βόλο του 1900», είναι σχηματική, αφού αφορά μια περίοδο αναταραχών και διεκδικήσεων, που ξεκινά περί το 1900, συνεχίζει με την ίδρυση του 1ου Εργατικού Κέντρου στην Ελλάδα και του «Ανώτερου Παρθεναγωγείου» και κλείνει με τα τραγικά γεγονότα του 1936.

του Νικολάου Ηλ. Λεφούση
Απρίλιος 2012. Άναυρος.

Βιβλιογραφία: 
·         Τουριστικός Οδηγός Μαγνησίας-  Πατρίκος Δ. Ιωάννης
·         Πήλιο, Βόλος-ιστορία, λαογραφία, τουρισμός- Στουρνάρας Νικόλαος
·         Ιστορία του Βόλου- Τσοποτός Κ. Δ.
·         Το Εργατικό Κίνημα του Βόλου 1881-1936- Λεφούσης Ηλίας
·         Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς- Κορδάτος Γιάνης
·         Οι φωτογραφίες ανήκουν σε φωτογράφους που δεν έγινε δυνατόν να βρεθούν τα ονόματα τους.







Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...